- αδενίνη
- Χημική ετεροκυκλική ένωση που ανήκει στην ομάδα βάσεων της πουρίνης. Αποτελεί ένα από τα τέσσερα βασικά συστατικά του γενετικού υλικού, του δεσοξυριβοζονουκλεϊνικού οξέος (βλ. λ. ετεροκυκλικές ενώσεις).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδενοσίνη — Νουκλεοτίδιο, γλυκοζίτης δηλαδή της ριβόζης με αδενίνη, και μάλιστα το β. γλυκοζιτικό νουκλεοτίδιο από D ριβόζη και αδενίνη, που προέρχεται από την υδρόλυση των νουκλεϊνικών οξέων. Η επιστημονική ονομασία της είναι α β ριβο φουρανοζικο αδενίνη.… … Dictionary of Greek
δεοξυριβονουκλεϊνικό οξύ — (DNA). Μακρομόριο που υπάρχει σε κάθε ζωντανό οργανισμό (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ιών) και έχει σπουδαίο βιολογικό ρόλο, γιατί διατηρεί και μεταφέρει γενετικές πληροφορίες σχετικά με τη δομή, την εξέλιξη και τα χαρακτηριστικά όλων των… … Dictionary of Greek
αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… … Dictionary of Greek
νουκλεοπρωτεΐνες — Οργανικές ενώσεις όξινης αντίδρασης, που σχηματίζονται από την ένωση μιας απλής πρωτεΐνης με μια προσθετική ομάδα, το νουκλεϊνικό οξύ. Ανήκουν συνεπώς στην ομάδα των συνεζευγμένων πρωτεϊνών και ονομάστηκαν ν. επειδή απομονώθηκαν, για πρώτη φορά,… … Dictionary of Greek
κωδικόνιο — Ομάδα τριών νουκλεοτιδικών βάσεων στο DNA ή στο RNA, η οποία παρέχει την πληροφορία για την προσθήκη ενός συγκεκριμένου αμινοξέος κατά τη σύνθεση μιας πολυπεπτιδικής αλυσίδας. Το σύνολο των κ. με τα αντίστοιχα αμινοξέα για τα οποία κωδικοποιούν… … Dictionary of Greek
μεταγραφή — I (Βιολ.). Διαδικασία με την οποία ένας κώδικας σε μια αλυσίδα DNA μετατρέπεται σε αντίστοιχο κώδικα σε μια αλυσίδα RNA. Ο μηχανισμός της μ., όπως και ο διπλασιασμός του DNA, στηρίζεται στο ζευγάρωμα των νουκλεοτιδικών βάσεων· κατά τη μ., όμως,… … Dictionary of Greek
ακτομυοσίνη — Σύμπλεγμα δύο πρωτεϊνών, της ακτίνης και της μυοσίνης, που αποτελεί ένα από τα κύρια συστατικά των μυών. Συστολή των ινιδίων α. προκαλεί τη συσπείρωση των μυών. Η μυοσίνη είναι στενά συνδεδεμένη με ένα ένζυμο που η ενεργότητά του προκαλεί την… … Dictionary of Greek
γουανίνη — Βασικό συστατικό των νουκλεϊνικών οξέων, του τύπου C5H5N5O. Μαζί με την αδενίνη αποτελούν φυσικά παράγωγα των πουρινών (η χημική της ονομασία είναι 2 αμινο 6 υδροξυπουρίνη). Απαντά σε δύο ταυτομερείς μορφές. Είναι λευκοκίτρινη άμορφη ουσία,… … Dictionary of Greek
εγκάρσιες μεταλλάξεις — Οι μεταλλάξεις που οδηγούν στην αλλαγή της αζωτούχας βάσης στο μόριο του δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος (DNA). Κατά τις μεταλλάξεις αυτές η πουρινική βάση (αδενίνη, θυμίνη) αντικαθίσταται με πυριμιδινική (γουανίνη, κυτοσίνη) ή αντίστροφα. Οι… … Dictionary of Greek
ετεροκυκλικές ενώσεις — Ακόρεστες οργανικές ενώσεις με δομή πενταμελούς ή εξαμελούς δακτυλίου. Το χαρακτηριστικό αυτό των ενώσεων, από το οποίο και προκύπτει η ονομασία τους, είναι η παρουσία μέσα στον δακτύλιο ενός ή περισσότερων ατόμων διαφορετικών από τον άνθρακα που … Dictionary of Greek